ακριβοκόπος

ακριβοκόπος
ο
1. φιλάργυρος, τσιγγούνης
2. παροιμ. «Τ’ ακριβοκόπου το πουγγί σε χαροκόπου χέρια» (για σπάταλο που κληρονομάει περιουσία από τσιγγούνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-* + -κόπος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”